Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
feel-good
01
αισθάνεσαι καλά, καθησυχαστικό
producing a sense of happiness or satisfaction
Παραδείγματα
The movie had a feel-good vibe, leaving everyone in the theater with a smile on their face.
Η ταινία είχε μια feel-good ατμόσφαιρα, αφήνοντας όλους στην αίθουσα με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο.
She loves reading feel-good stories that uplift her spirits after a long day.
Αγαπά να διαβάζει feel-good ιστορίες που της ανεβάζουν τη διάθεση μετά από μια μεγάλη μέρα.



























