Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hooded
01
με κουκούλα, με βαρύ βλέφαρο
(of eyes) having a drooping or heavy upper eyelid that partially covers the eyelashes
Λεξικό Δέντρο
hooded
hood
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
με κουκούλα, με βαρύ βλέφαρο
Λεξικό Δέντρο