Doe-eyed
volume
British pronunciation/dˈəʊˈaɪd/
American pronunciation/dˈoʊˈaɪd/

Ορισμός και Σημασία του "doe-eyed"

01

having large, innocent-looking eyes, typically with long lashes

doe-eyed

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store