Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Nasal spray
01
σπρέι για τη μύτη, αεροζόλ για τη μύτη
liquid medication sprayed into the nose with the use of a special device
Παραδείγματα
He used nasal spray to relieve his blocked nose.
Χρησιμοποίησε ρινικό σπρέι για να ανακουφίσει τη φραγμένη μύτη του.
The doctor recommended a nasal spray for his sinus issues.
Ο γιατρός συνέστησε ένα ρινικό σπρέι για τα προβλήματα κόλπων του.



























