Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nascent
01
αναδυόμενος, αναπτυσσόμενος
newly started or formed, and expected to further develop and grow
Παραδείγματα
The startup is in its nascent stage but shows great potential for growth.
Η startup βρίσκεται στο απαρχαιωμένο στάδιο της αλλά δείχνει μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης.
Her nascent skills in coding are already showing promise.
Οι αναδυόμενες δεξιότητές της στον προγραμματισμό δείχνουν ήδη υποσχέσεις.
Λεξικό Δέντρο
renascent
nascent
nasc



























