Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Leather jacket
01
δερμάτινο σακάκι, δερμάτινο μπουφάν
a short coat that is often made of the skin of an animal and is worn on top of another clothing item
Παραδείγματα
He bought a black leather jacket for winter.
Αγόρασε ένα μαύρο δερμάτινο σακάκι για το χειμώνα.
The leather jacket gave her a bold, stylish look.
Το δερμάτινο σακάκι της έδωσε μια τολμηρή, στυλάτη εμφάνιση.



























