Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
actionable
01
καταγγέλλιμος, δίκαιος
having enough reason to take someone to court over a legal matter
Παραδείγματα
The defamatory statement made against the celebrity was deemed actionable, leading to a lawsuit.
Η δυσφημιστική δήλωση που έγινε εναντίον της διασημότητας κρίθηκε ενάγων, οδηγώντας σε μήνυση.
The lawyer assured her client that the evidence presented was actionable and could be used in court.
Ο δικηγόρος διαβεβαίωσε τον πελάτη της ότι τα παρουσιαζόμενα στοιχεία ήταν αξιόποινα και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο δικαστήριο.
Λεξικό Δέντρο
actionable
action
act



























