Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Big name
01
μεγάλο όνομα, επιφανής προσωπικότητα
a well-known or influential person, especially in a specific field or industry
Dialect
Παραδείγματα
The company 's new CEO is a big name in the financial world.
Ο νέος CEO της εταιρείας είναι ένα μεγάλο όνομα στον χώρο των οικονομικών.
The conference attracted many big names in the tech industry.
Η διάσκεψη προσέλκυσε πολλά μεγάλα ονόματα στη βιομηχανία της τεχνολογίας.



























