Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Upswing
01
βελτίωση, αύξηση
an improvement or increase in something such as intensity, level, or amount
Παραδείγματα
The company experienced an upswing in sales after launching their new product line.
Η εταιρεία γνώρισε μια ανάκαμψη στις πωλήσεις μετά την κυκλοφορία της νέας γραμμής προϊόντων της.
The upswing in the economy brought new job opportunities and increased consumer spending.
Η ανάκαμψη στην οικονομία έφερε νέες ευκαιρίες εργασίας και αύξηση των καταναλωτικών δαπανών.



























