Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Apartment block
01
πολυκατοικία, κτίριο διαμερισμάτων
a large building that contains multiple flats on different floors, typically designed for people to live in
Dialect
British
Παραδείγματα
She recently moved into a modern apartment block with excellent facilities.
Πρόσφατα μετακόμισε σε ένα μοντέρνο συγκρότημα διαμερισμάτων με εξαιρετικές εγκαταστάσεις.
The apartment block has a rooftop garden accessible to all residents.
Το πολυκατοικία διαθέτει έναν κήπο στη στέγη προσβάσιμο σε όλους τους κατοίκους.



























