Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to read in
[phrase form: read]
01
διαβάζω, εισάγω
to input data or information into a system or device
Παραδείγματα
The computer program can read in data from various file formats.
Το πρόγραμμα υπολογιστή μπορεί να διαβάζει δεδομένα από διάφορες μορφές αρχείων.
The scanner is designed to read in documents and convert them into digital files.
Ο σαρωτής έχει σχεδιαστεί για να διαβάζει έγγραφα και να τα μετατρέπει σε ψηφιακά αρχεία.



























