Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to run against
[phrase form: run]
01
καταθέτω υποψηφιότητα εναντίον, αντιτίθεμαι
to oppose or have an effect that is not helpful toward someone or something
Παραδείγματα
The candidate decided to run against the incumbent governor in the upcoming election.
Ο υποψήφιος αποφάσισε να κατέλθει ενάντια στον εν ενεργεία κυβερνήτη στις επερχόμενες εκλογές.
The workers ' union decided to run against the management's decision to cut salaries.
Το συνδικάτο των εργαζομένων αποφάσισε να αντιταχθεί στην απόφαση της διοίκησης να περικόψει τους μισθούς.
02
συναντώ τυχαία, πετύχω
to unexpectedly encounter someone
Παραδείγματα
I ran against my childhood friend at the airport yesterday.
Χθες συνάντησα τον παιδικό μου φίλο στο αεροδρόμιο.
We ran against our neighbors while taking a walk in the park.
Συναντηθήκαμε με τους γείτονές μας ενώ περπατούσαμε στο πάρκο.
03
συγκρούομαι με, πέφτω πάνω σε
to collide with someone or something
Παραδείγματα
I accidentally ran against the table in the dark.
Συγκρούστηκα κατά λάθος με το τραπέζι στο σκοτάδι.



























