Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to fall about
[phrase form: fall]
01
πετώμαι από τα γέλια, γελάω ασταμάτητα
to laugh so hard that one's entire body moves somewhat uncontrollably
Παραδείγματα
The amusing skit caused everyone in the room to fall about, creating a lively and cheerful atmosphere.
Το αστείο σκετς έκανε όλους στο δωμάτιο να καταρρέουν από τα γέλια, δημιουργώντας μια ζωντανή και χαρούμενη ατμόσφαιρα.
The comedian 's witty improvisation made the audience fall about, creating a memorable performance.
Η πνευματώδης αυτοσχεδιαστική του κωμικού έκανε το κοινό να κυλιέται από τα γέλια, δημιουργώντας μια αξέχαστη παράσταση.



























