
Αναζήτηση
to beat off
[phrase form: beat]
01
σπαταλώ χρόνο, ξοδεύω χρόνο
to pass the time without doing anything important or productive
Example
He admitted to sometimes beating off by simply staring out the window.
Ομολόγησε ότι μερικές φορές σπαταλάω χρόνο απλά κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο.
The tendency to beat off by browsing social media should be minimized.
Η τάση να σπαταλώ χρόνο περιηγούμενος στα κοινωνικά δίκτυα θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί.

Συναφή Λέξεις