Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to sweep aside
[phrase form: sweep]
01
απομακρύνω, αγνοώ
to ignore something, refusing to let it impact one's thoughts or performance
Παραδείγματα
She decided to sweep aside the negative comments and focus on her goals.
Αποφάσισε να αγνοήσει τα αρνητικά σχόλια και να επικεντρωθεί στους στόχους της.
The athlete chose to sweep aside doubts and give his best performance.
Ο αθλητής επέλεξε να απομακρύνει τις αμφιβολίες και να δώσει την καλύτερη απόδοσή του.



























