Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to skill up
[phrase form: skill]
01
εκπαιδεύω, αναβαθμίζω τις δεξιότητες
to provide someone with the skills necessary to perform a specific job or task effectively
Παραδείγματα
The company is committed to skilling up its employees through regular training programs.
Η εταιρεία δεσμεύεται να βελτιώνει τις δεξιότητες των εργαζομένων της μέσω τακτικών προγραμμάτων εκπαίδευσης.
The government launched an initiative to skill up unemployed individuals for new opportunities in the job market.
Η κυβέρνηση ξεκίνησε μια πρωτοβουλία για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων των ανέργων για νέες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας.



























