Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to pile out
[phrase form: pile]
01
βγαίνουν βιαστικά, κατεβαίνουν ατακτικά
to quickly exit a place or vehicle, often without order
Παραδείγματα
As the rain started pouring, people piled out of the park, seeking shelter.
Καθώς η βροχή άρχισε να πέφτει καταρρακτωδώς, οι άνθρωποι βγήκαν βιαστικά από το πάρκο, ψάχνοντας καταφύγιο.
At the end of the soccer game, the fans piled out of the stadium, cheering for their team's victory.
Στο τέλος του ποδοσφαιρικού αγώνα, οι οπαδοί ξεχύθηκαν από το γήπεδο, πανηγυρίζοντας τη νίκη της ομάδας τους.



























