Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pilchard
01
σαλπα, μικρό θαλάσσιο ψάρι που ζει σε κοπάδια
a small forage fish that is edible and lives in marine waters, forming large shoals
02
σαλπάρι, σαλπαρού
small fatty fish usually canned
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σαλπα, μικρό θαλάσσιο ψάρι που ζει σε κοπάδια
σαλπάρι, σαλπαρού