Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to occur to
[phrase form: occur]
01
έρχομαι στο μυαλό, περνώ από το μυαλό
(of thoughts and ideas) to come to someone's mind
Transitive: to occur to sb
Παραδείγματα
It often occurs to me that I should call my parents more often.
Συχνά μου έρχεται στο μυαλό ότι πρέπει να τηλεφωνώ στους γονείς μου πιο συχνά.
Ideas for new projects frequently occur to the creative team.
Ιδέες για νέα έργα έρχονται συχνά στο μυαλό της δημιουργικής ομάδας.



























