
Αναζήτηση
to devote to
[phrase form: devote]
01
αφιερώνομαι σε, δεσμεύομαι για
to dedicate or commit oneself, time, effort, or resources to a particular purpose, activity, or cause
Example
She decided to devote her weekends to volunteering at the local animal shelter.
Αποφάσισε να αφιερώσει τα σαββατοκύριακά της στο να εθελοντήσει στο τοπικό καταφύγιο ζώων.
The scientist chose to devote years of research to studying a rare species of marine life.
Ο επιστήμονας επέλεξε να αφιερώσει χρόνια έρευνας στη μελέτη μιας σπάνιας κατηγορίας θαλάσσιας ζωής.

Συναφή Λέξεις