Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to open onto
[phrase form: open]
01
βλέπω σε, ανοίγω σε
(of an area, door, or window) to provide direct access or a view to another area
Παραδείγματα
The balcony opens onto a stunning view of the mountains, offering a breathtaking panorama.
Το μπαλκόνι ανοίγει σε μια εντυπωσιακή θέα των βουνών, προσφέροντας μια εντυπωσιακή πανοραμική θέα.
The bedroom opens onto a spacious terrace, allowing for fresh air and natural light.
Το υπνοδωμάτιο βλέπει σε μια ευρύχωρη βεράντα, επιτρέποντας την είσοδο φρέσκου αέρα και φυσικού φωτός.



























