
Αναζήτηση
to keep from
[phrase form: keep]
01
αποτρέπω, κρατώ μακριά από
to prevent someone from engaging in a specific activity
Example
The heavy rain kept us from going on our planned outdoor hike.
Η έντονη βροχή μας απέτρεψε από το να πάμε στην προγραμματισμένη μας πεζοπορία στη φύση.
Please do n't let me keep you from your appointment; I can come back later.
Παρακαλώ, μη με αποτρέψεις να προχωρήσεις στο ραντεβού σου; Μπορώ να επιστρέψω αργότερα.
02
κρατώ μακριά από, κρατώ κρυφό από
to refrain from sharing information with someone
Example
I think we ought to keep the truth from him until he's better to avoid causing more stress.
Νομίζω ότι θα πρέπει να κρατώ κρυφό από αυτόν την αλήθεια μέχρι να γίνει καλύτερα, για να αποφύγω να προκαλέσω ακόμη μεγαλύτερο άγχος.
They do n't keep anything from each other, sharing all their thoughts and feelings.
Δεν κρατούν τίποτα μακριά ο ένας από τον άλλο, μοιράζοντας όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους.
03
Αποτρέπω, Κρατώ μακριά
to prevent a specific emotion, expression, or characteristic from having an impact on a particular situation
Example
She tried to keep her frustration from affecting her performance in the meeting.
Προσπάθησε να αποτρέψει την απογοήτευσή της να επηρεάσει την απόδοσή της στη συνάντηση.
Despite the challenges, he managed to keep his fear from impacting his decision-making.
Παρά τις προκλήσεις, κατάφερε να αποτρέψει τον φόβο του από το να επηρεάσει την απόφασή του.

Συναφή Λέξεις