Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to lose out
[phrase form: lose]
01
χάνω, υπερνικώμαι
to be defeated or surpassed by someone or something else
Παραδείγματα
The company lost out on the contract because their bid was too high.
Η εταιρεία έχασε τη σύμβαση επειδή η προσφορά τους ήταν πολύ υψηλή.
The student lost out on the scholarship because she did n't meet the GPA requirements.
Η φοιτήτρια έχασε τη υποτροφία επειδή δεν πληρούσε τις απαιτήσεις GPA.
02
χάνω πλεονεκτήματα, βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση
to be at a disadvantage
Παραδείγματα
Students who do n't have access to a good education lose out on opportunities in life.
Οι μαθητές που δεν έχουν πρόσβαση σε καλή εκπαίδευση χάνουν ευκαιρίες στη ζωή.
Workers who do n't have the right skills lose out on good jobs.
Οι εργαζόμενοι που δεν έχουν τις σωστές δεξιότητες χάνουν τις καλές δουλειές.



























