Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bod
01
σώμα, φυσική κατάσταση
the human body
Παραδείγματα
He worked out every day to keep his bod in top shape.
Γυμναζόταν κάθε μέρα για να διατηρεί το σώμα του σε κορυφαία φόρμα.
The costume fit her bod perfectly, accentuating her curves.
Το κοστούμι ταίριαζε τέλεια στο σώμα της, τονίζοντας τις καμπύλες της.
Λεξικό Δέντρο
bodily
bod



























