Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bocce
01
μπότσε, παραδοσιακό ιταλικό παιχνίδι μπόουλινγκ
a traditional Italian bowling game where players try to roll their balls as close as possible to a smaller target ball
Παραδείγματα
We spent the afternoon playing bocce at the park with some friends.
Περάσαμε το απόγευμα παίζοντας μπότσε στο πάρκο με μερικούς φίλους.
He ’s really good at bocce and won the game last weekend.
Είναι πολύ καλός στο μπότσε και κέρδισε το παιχνίδι το περασμένο σαββατοκύριακο.



























