Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to consist in
[phrase form: consist]
01
συνίσταται σε, έγκειται σε
to have something as the only or most important element or feature
Παραδείγματα
The success of the project consisted in effective collaboration among team members.
Η επιτυχία του έργου συνίστατο στην αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των μελών της ομάδας.
The beauty of the artwork consisted in its subtle use of color and texture.
Η ομορφιά του έργου τέχνης συνίστατο στην λεπτή χρήση του χρώματος και της υφής.



























