
Αναζήτηση
to answer to
[phrase form: answer]
01
λογοδοτώ σε, απολογούμαι σε
to have to explain one's actions to someone in authority
Example
The manager will have to answer to the company's board of directors for the project's delays.
Ο διευθυντής θα πρέπει να λογοδοτήσει στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας για τις καθυστερήσεις του έργου.
As a government official, he must answer to the public for his decisions and policies.
Ως κυβερνητικός αξιωματούχος, πρέπει να λογοδοτώ στους πολίτες για τις αποφάσεις και τις πολιτικές του.
02
αντιστοιχεί σε, σχετίζεται με
to be the same as or relate to something
Example
The description given by the witness did n't quite answer to the facts presented in the security footage.
Η περιγραφή που δόθηκε από τον μάρτυρα δεν αντιστοιχεί στις факты που παρουσιάζονται στο υλικό ασφαλείας.
The suspect 's alibi did not answer to the timeline of events established by the investigation.
Το άλλοθι του υπόπτου δεν αντιστοιχεί στη χρονική καταγραφή των γεγονότων που καθορίστηκε από την έρευνα.

Συναφή Λέξεις