Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paracetamol
01
παρακεταμόλη, ακεταμινοφαίνη
a synthetic compound, usually in the form of tablet, used to treat or reduce fever and pain
Dialect
British
Παραδείγματα
I took some paracetamol to relieve my headache.
Πήρα λίγο παρακεταμόλη για να ανακουφίσω τον πονοκέφαλό μου.
Paracetamol is often used to reduce fever and mild pain.
Η παρακεταμόλη χρησιμοποιείται συχνά για τη μείωση του πυρετού και του ήπιου πόνου.



























