Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
community spread
/kəmjˈuːnɪɾi spɹˈɛd/
/kəmjˈuːnɪtˌi spɹˈɛd/
Community spread
01
κοινωνική εξάπλωση, μετάδοση στην κοινότητα
the outbreak of a contagious illness among the people of a particular region where the source of the infection is not easily traceable
Παραδείγματα
Health officials are concerned about community spread, as many new cases have no known source of infection.
Οι υγειονομικοί αξιωματούχοι ανησυχούν για την κοινωνική εξάπλωση, καθώς πολλά νέα κρούσματα δεν έχουν γνωστή πηγή μόλυνσης.
To prevent community spread, it is essential to follow social distancing guidelines and wear masks in public.
Για να αποφευχθεί η κοινωνική εξάπλωση, είναι απαραίτητο να ακολουθούνται οι οδηγίες κοινωνικής αποστασιοποίησης και να φοριούνται μάσκες σε δημόσιους χώρους.



























