Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
repetitive strain injury
/ɹɪpˈɛɾɪtˌɪv stɹˈeɪn ˈɪndʒɚɹi/
/ɹɪpˈɛtɪtˌɪv stɹˈeɪn ˈɪndʒəɹi/
Repetitive strain injury
01
τραυματισμός από επαναλαμβανόμενη καταπόνηση, διαταραχή του μυοσκελετικού συστήματος
damage to muscles, tendons, or other soft tissues that develops over time from repetitive movements, prolonged overuse, or sustained awkward posture during work or daily activities
Παραδείγματα
After months of typing without breaks she was diagnosed with a repetitive strain injury in her right wrist.
Μετά από μήνες πληκτρολόγησης χωρίς διαλείμματα, της διαγνώστηκε τραυματισμός από επαναλαμβανόμενη καταπόνηση στον δεξί της καρπό.
The factory introduced job rotation to reduce RSI among assembly‑line workers.
Το εργοστάσιο εισήγαγε την εναλλαγή εργασιών για να μειώσει τον τραυματισμό από επαναλαμβανόμενη καταπόνηση μεταξύ των εργαζομένων της γραμμής συναρμολόγησης.



























