Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Burnout
01
επαγγελματική εξάντληση, burnout
a state of emotional, mental, and physical exhaustion caused by stress, overwork, or a lack of balance between work and personal life
Παραδείγματα
After years of working long hours without breaks, she experienced burnout and struggled to find motivation for her job.
Μετά από χρόνια εργασίας για πολλές ώρες χωρίς διαλείμματα, βίωσε εξουθένωση και δυσκολεύτηκε να βρει κίνητρα για τη δουλειά της.
Burnout among healthcare workers has become increasingly prevalent due to the intense demands of the profession, especially during the COVID-19 pandemic.
Το burnout μεταξύ των εργαζομένων στον τομέα της υγείας έχει γίνει όλο και πιο διαδεδομένο λόγω των έντονων απαιτήσεων του επαγγέλματος, ειδικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Λεξικό Δέντρο
burnout
burn
out



























