Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
non-smoking
01
μη καπνιστής, απαγορεύεται το κάπνισμα
of a place where smoking is prohibited
Παραδείγματα
The restaurant has a non-smoking section for customers.
Το εστιατόριο διαθέτει ακαπνιστή περιοχή για τους πελάτες.
He prefers to stay in non-smoking hotels when traveling.
Προτιμά να μένει σε ξενοδοχεία απαγορευμένου καπνίσματος όταν ταξιδεύει.



























