Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bargaining power
01
διαπραγματευτική ισχύς, δύναμη διαπραγμάτευσης
the influence or power that a person or group has during discussions to reach an agreement that is to their advantage
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διαπραγματευτική ισχύς, δύναμη διαπραγμάτευσης