Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stovetop
01
επιφάνεια μαγειρέματος, εστία
the upper part of a cooker, particularly the area used for cooking food
Dialect
American
Λεξικό Δέντρο
stovetop
stove
top
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επιφάνεια μαγειρέματος, εστία
Λεξικό Δέντρο
stove
top