Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lacto-vegetarian
/lˈæktoʊvˌɛdʒɪtˈɛɹiən/
/lˈaktəʊvˌɛdʒɪtˈeəɹiən/
Lacto-vegetarian
01
λακτο-χορτοφάγος, χορτοφάγος λακτο
someone who does not eat fish, eggs, or meat, but consumes dairy products
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
λακτο-χορτοφάγος, χορτοφάγος λακτο