Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lactose-free
01
χωρίς λακτόζη
not containing lactose, which is a natural sugar found in milk and dairy products
Παραδείγματα
He needs a lactose-free diet because of his allergy.
Χρειάζεται μια δίαιτα χωρίς λακτόζη λόγω της αλλεργίας του.
The restaurant offers lactose-free options.
Το εστιατόριο προσφέρει επιλογές χωρίς λακτόζη.



























