lactose
lac
ˈlæk
λαικ
tose
toʊs
τουσ
British pronunciation
/lˈæktə‍ʊz/

Ορισμός και σημασία του "lactose"στα αγγλικά

01

λακτόζη, ζάχαρη γάλακτος

a sugar found in milk, consisting of glucose and galactose molecules linked together
example
Παραδείγματα
Lactose is a sugar found in milk and dairy products.
Η λακτόζη είναι ένα σάκχαρο που βρίσκεται στο γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Some individuals may be lactose intolerant, experiencing difficulty digesting this sugar.
Ορισμένα άτομα μπορεί να είναι δυσανεκτικά στη λακτόζη, αντιμετωπίζοντας δυσκολία στην πέψη αυτής της ζάχαρης.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store