Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
theater-going
/θˈiəɾɚɡˈoʊɪŋ/
/θˈiətəɡˈəʊɪŋ/
theater-going
01
θεατρόφιλος, τακτικός θεατής θεάτρου
relating to the frequent habit of going to the theatre
Παραδείγματα
The theatre-going audience filled the seats for the opening night.
Το κοινό που συχνάζει στο θέατρο γέμισε τις θέσεις για την πρώτη βραδιά.
His theatre-going routine included seeing a play every month.
Η ρουτίνα του για πηγαίνοντας στο θέατρο περιλάμβανε να βλέπει μια παράσταση κάθε μήνα.



























