Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
scooped
01
με στρογγυλεμένο και βαθύ ντεκολτέ, με κυκλικό και χαμηλό ντεκολτέ
(of a woman's clothing) having a rounded and low-cut neckline
Λεξικό Δέντρο
scooped
scoop
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
με στρογγυλεμένο και βαθύ ντεκολτέ, με κυκλικό και χαμηλό ντεκολτέ
Λεξικό Δέντρο