LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Scooped
/skˈuːpt/
/ˈskupt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "scooped"
scooped
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of a woman's clothing) having a rounded and low-cut neckline
word family
scoop
scoop
Verb
scooped
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
scoop up
scoop shovel
scoop shot
scoop out
scoop
scoopful
scoot
scooter
scopa
scopal
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App