Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to act as
01
λειτουργεί ως, ενεργεί ως
to perform the role or function of something
Παραδείγματα
This tool acts as a substitute for the original equipment in an emergency.
Αυτό το εργαλείο λειτουργεί ως υποκατάστατο του αρχικού εξοπλισμού σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
The symbol on the map acts as a guide for travelers.
Το σύμβολο στο χάρτη λειτουργεί ως οδηγός για τους ταξιδιώτες.
02
προσποιούμαι, παριστάνω
pretend to have certain qualities or state of mind



























