Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Boastfulness
01
καύχημα, αλαζονεία
the act of bragging or expressing excessive pride or self-importance about oneself, one's achievements, possessions, or status
Παραδείγματα
His boastfulness was off-putting, as he constantly bragged about his accomplishments.
Η καύχησή του ήταν αποκρουστική, καθώς κομπάζει συνεχώς για τα επιτεύγματά του.
She could n’t stand his boastfulness during their conversation, always talking about his new car.
Δεν μπορούσε να αντέξει την καύχησή του κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, πάντα μιλώντας για το καινούριο του αυτοκίνητο.
Λεξικό Δέντρο
boastfulness
boastful
boast



























