Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
youngish
01
νεανικός, σχετικά νέος
somewhat young or appearing to be relatively youthful
Παραδείγματα
The novel's protagonist was portrayed as youngish, navigating the challenges of early adulthood.
Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος απεικονίστηκε ως νεανικός, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της πρώιμης ενηλικίωσης.
The youngish employee brought a fresh perspective to the team, contributing innovative ideas.
Ο νεανικός εργαζόμενος έφερε μια φρέσκια προοπτική στην ομάδα, συμβάλλοντας με καινοτόμες ιδέες.
Λεξικό Δέντρο
youngish
young



























