Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blushful
01
ροζ, στο χρώμα του ρουζ
of blush color
02
κοκκινισμένος, ντροπαλός
having a red face from embarrassment or shame or agitation or emotional upset
Λεξικό Δέντρο
blushful
blush
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ροζ, στο χρώμα του ρουζ
κοκκινισμένος, ντροπαλός
Λεξικό Δέντρο