LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Yap
/jˈæp/
/ˈjæp/
Verb (2)
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "yap"
to yap
ΡΉΜΑ
01
φλυαρώ
bark in a high-pitched tone
yelp
yip
02
μιλώντας υπερβολικά
to talk excessively or continuously, often in a way that is annoying to others
Yap
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
γάβγισμα
informal terms for the mouth
cakehole
gob
hole
maw
trap
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App