Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wrothful
01
οργισμένος, θυμωμένος
filled with intense anger or rage
Παραδείγματα
The wrothful accusations between the two leaders led to a severe diplomatic fallout.
Οι οργισμένες κατηγορίες μεταξύ των δύο ηγετών οδήγησαν σε μια σοβαρή διπλωματική σύγκρουση.
She had a wrothful response to the unfair treatment she received at work.
Είχε μια θυμωμένη απάντηση στην άδικη μεταχείριση που έλαβε στη δουλειά.



























