Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
worldwide
01
παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο
in or to all parts of the world
Παραδείγματα
The band 's latest album was released and sold out worldwide within hours.
Το τελευταίο άλμπουμ της μπάντας κυκλοφόρησε και εξαντλήθηκε παγκοσμίως μέσα σε λίγες ώρες.
The conference attracted participants from worldwide locations.
Το συνέδριο προσέλκυσε συμμετέχοντες από όλο τον κόσμο.
worldwide
01
παγκόσμιος, σε όλο τον κόσμο
extending or applying to the entire world
Παραδείγματα
The company's products are sold worldwide, reaching customers in every corner of the globe.
Τα προϊόντα της εταιρείας πωλούνται σε όλο τον κόσμο, φτάνοντας σε πελάτες σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
The pandemic had a worldwide impact, affecting populations across continents.
Η πανδημία είχε παγκόσμια επίπτωση, επηρεάζοντας πληθυσμούς σε όλες τις ηπείρους.
02
παγκόσμιος, σε παγκόσμια κλίμακα
involving the entire earth; not limited or provincial in scope
03
παγκόσμιος, σε παγκόσμια κλίμακα
of worldwide scope or applicability
Λεξικό Δέντρο
worldwide
world
wide



























