Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
without doubt
01
χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα
used to emphasize an opinion or the point one is making
Παραδείγματα
The view from the top of the mountain is, without doubt, breathtaking.
Η θέα από την κορυφή του βουνού είναι, χωρίς αμφιβολία, εντυπωσιακή.
He is, without doubt, a reliable and trustworthy friend.
Είναι, χωρίς αμφιβολία, ένας αξιόπιστος και έμπιστος φίλος.



























