Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blue-eyed
01
γαλανομάτης, με γαλάζια μάτια
having eyes that are blue in color
Παραδείγματα
The blue-eyed child smiled brightly.
Το παιδί με τα μπλε μάτια χαμογέλασε λαμπρά.
She admired the blue-eyed actor on screen.
Θαύμασε τον γαλαντόματο ηθοποιό στην οθόνη.
02
γαλανόματος, αγαπημένος
favorite



























