Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wisely
01
σοφά, με σοφία
in a manner that reflects intelligence, good judgment, and experience
Παραδείγματα
She nodded wisely, knowing exactly what he meant.
Έγνεψε σοφά, γνωρίζοντας ακριβώς τι εννοούσε.
He wisely chose to walk away from the confrontation.
Επιλέγει σοφά να απομακρυνθεί από τη σύγκρουση.
Λεξικό Δέντρο
unwisely
wisely
wise



























